γειτόνευμα

γειτονεύω

γειτονέω-ῶ
γειτονεύω, f. εύσω, être voisin de, dat. Xén. Vect. 1, 8 ; Str. 156, 206, etc. ||
Moy. m. sign. Hpc. Fract. 764.
Étym. γείτων.