γειτόνησις

γειτονία

γειτονίασις
γειτονία, ας ()
1 voisinage, Plat. Leg. 843c ; Arstt. Rhet. 2, 21, 15 ||
2 division d’une ville, quartier, Jos. B.J. 7, 4, 1.
Étym. γείτων.