ἑλικογραφέω-ῶ

ἑλικοδρόμος

ἑλικοειδής
ἑλικο·δρόμος, ος, ον []
1 à la course sinueuse, Orph. H. 8, 10 ||
2 circulaire, Eur. Bacch. 1067 conj.
Étym. ἐ. δραμεῖν.