ἑλικοειδής

ἑλικοειδῶς

ἑλικόεις
ἑλικοειδῶς [] adv. en spirale, Cléom. 15, 5 ; Diosc. 2, 195 ; DL. 10, 104 ; Clém. 1, 538 a Migne.
Étym. ἑλικοειδής.