ἑπτάϐοιος

ἑπτάϐουλος

ἑπτάγλωσσος
ἑπτ·άϐουλος, ος, ον [] sept fois irréfléchi, Hippon. fr. 113B (conj. Miller Mél. de litt. gr. p. 246 : « τοῦτον τὸν ἑπτάδουλον ἑπτάϐουλόν τε »).
Étym. ἑ. ἄϐουλος.