ἑπτάδυμος

ἑπταένης

ἑπταετής
ἑπτα·ένης, ης, ες, de sept années, Thcr. Idyl. 7, 147 dout. (vulg. τετράενες).
Étym. ἑ. ἔνος, v. ἐνιαυτός.