ἑπτάϐουλος

ἑπτάγλωσσος

ἑπταγράμματος
ἑπτά·γλωσσος, ος, ον, à sept langues, c. à d. à sept cordes, Pd. N. 5, 24.
Étym. ἑ. γλῶσσα.