ἑπτακαιδεκετής

ἑπτακαιεικοσαετής

ἑπτακαιεικοσαπλάσιος
ἑπτακαιεικοσα·ετής, ής, ές ou ἑπτακαιεικοσα·έτης, ης, ες [ᾰᾰ] âgé de vingt-sept ans, DH. 4, 7.
Étym. ἑ. ἔτος.