ἑπτακαιεικοσαετής

ἑπτακαιεικοσαπλάσιος

ἑπτακαιεικοσαπλασίων
ἑπτακαιεικοσα·πλάσιος, ος, ον [τᾰᾰσ] vingt-sept fois aussi grand ou nombreux, Plat. Tim. 35e.
Étym. ἑ. etc. -πλάσιος.