ἑπτακαιεικοσαπλάσιος

ἑπτακαιεικοσαπλασίων

ἑπτακαιεικοσέτης
ἑπτακαιεικοσα·πλασίων, ων, ον, gén. ονος [τᾰᾰσ] c. le préc. Plut. M. 890c (var. εἰκοσιπλασίων).
Étym. ἑ. etc. -πλασίων.