ἑξάστυλος

ἑξασύλλαϐος

ἐξασφαλίζομαι
ἑξα·σύλλαϐος, ος, ον [ᾰᾰ] composé de six syllabes, A. Quint. p. 49, 55 ; Sch.-Ar. Av. 737.
Étym. ἕξ, συλλαϐή.