ἡμικοτύλη

ἡμικοτυλιαῖος

ἡμικοτύλιον
ἡμικοτυλιαῖος, α, ον [ῐῠ] qui équivaut à un demi-cotyle, Diosc.
Étym. ἡμικοτύλιον.