ἡμικοτυλιαῖος

ἡμικοτύλιον

ἡμίκραιρα
ἡμικοτύλιον, ου (τὸ) [ῐῠ] dim. d’ ἡμικοτύλη, Arstt. H.A. 6, 18, 21 ; Héron Spir. 215, 218.