ἡμικρανία

ἡμικρανικός

ἡμικράνιος
ἡμικρανικός, ή, όν []
1 qui concerne la migraine, Aét. 6, 49 ||
2 sujet à la migraine, P. Eg. 2, 5.
Étym. ἡμικρανία.