Ἰνταφέρνης

ἰντυϐολάχανον

ἴντυϐον
ἰντυϐο·λάχανον, ου (τὸ) [ᾰᾰ] sorte de chicorée, Gal. 14, 321.
Étym. ἴντυϐος, λάχανον.