καλλικόμας

καλλίκομος

καλλικοτταϐέω-ῶ
καλλί·κομος, ος, ον [] à la belle chevelure, Il. 9, 449 ; Od. 15, 58 ; Hés. O. 75 ; Pd. P. 9, 186, etc.
Étym. κ. κόμη.