καλλίκομος

καλλικοτταϐέω-ῶ

Καλλικράτεια
καλλι·κοτταϐέω-ῶ [ῐᾰ] bien jouer au cottabe, être heureux au jeu du cottabe, Soph. fr. 482.
Étym. κ. κότταϐος.