Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καρδιαλγής
καρδιαλγία
καρδιαλγικός
καρδιαλγία,
ας
(
ἡ
) maux d’estomac,
Gal.
9, 124
.
Étym.
καρδιαλγής
.