Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καρδιαλγέω-ῶ
καρδιαλγής
καρδιαλγία
καρδι·αλγής,
ής, ές,
qui souffre de maux d’estomac,
Gal.
6, 614
.
Étym.
κ. ἄλγος
.