Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταπαγίως
καταπαγκρατιάζω
καταπαιδεραστέω-ῶ
κατα·παγκρατιάζω
[
ρᾰ
] vaincre au pancrace,
Phil.
1, 681 ;
2, 348
.
Étym.
κ. παγκράτιον
.