κρέμϐαλον

κρεμνάω-ῶ

κρέμυς
κρεμνάω-ῶ, c. κρεμάννυμι, X. Éph. 2, 13, p. 49, 5 ; Geop. 4, 15, 15.
Étym. dout. p. κρημνάω ou κρεμάω.