Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κρεοφαγέω-ῶ
κρεοφαγία
κρεοφάγος
κρεοφαγία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰγ
]
c.
κρεωφαγία,
Hpc.
534, 25 ;
548, 15
.