Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λεπταλέος
λεπτεπίλεπτος
λεπτίζω
λεπτ·επί·λεπτος,
ος, ον,
très mince, très délicat,
Anth.
11, 110,
au cp.
-ότερος
.
Étym.
λεπτός, ἐπί, λεπτός
.