Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λεπτοκάρυον
λεπτόκαρφος
λεπτόκνημος
λεπτό·καρφος,
ος, ον,
dont les rameaux sont grêles, minces,
Diosc.
3, 27
.
Étym.
λ. κάρφος
.