Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
λεπτοκάλαμος
λεπτόκαρπος
λεπτοκάρυον
λεπτό·καρπος,
ος, ον,
aux fruits minces,
Diosc.
3, 29
.
Étym.
λ. καρπός
.