λεπτολογία

λεπτολόγος

λεπτομέρεια
λεπτο·λόγος, ος, ον, qui disserte subtilement, épilogueur, chicaneur, Ar. Ran. 876 ; τὸ λεπτολόγον, Anth. App. 70, c. λεπτολογία.
Étym. λεπτός, λέγω.