λεπτομερῶς

λεπτόμιτος

λεπτόν
λεπτό·μιτος, ος, ον [] à trame fine, finement tissé, Eur. Andr. 832 ; A. Rh. 2, 31 ; fig. Anth. 6, 11.
Étym. λ. μίτος.