Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μαιανδρώδης
μαιάς
Μαιάς
μαιάς,
άδος
(
ἡ
)
[
ᾰδ
]
adj. f.
c.
μαιευτικός,
Nonn.
D.
3, 403
.