Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μακρηγορέω-ῶ
μακρηγορία
μακρημερία
μακρ·ηγορία,
dor.
μακρ·αγορία,
ας
(
ἡ
)
[
ᾱγ
] long discours,
Pd.
P.
8, 31
.
Étym.
v. le préc.