μαψαῦραι

μαψίδιος

μαψιδίως
μαψίδιος, α, ον [ῐδ] vain, d’où :
1 faux, Eur. Hel. 251 ; Thcr. Idyl. 25, 188 ||
2 vil, Anth. 7, 602 ||
E Fém. -ος, Eur., Thcr. ll. cc.
Étym. μάψ.