μεσαῖος

μεσαιπόλιος

μεσαίτατος
μεσαι·πόλιος, ος, ον, à demi blanc, grisonnant, Il. 13, 361 ; Anth. 5, 234 ; Alciphr. 3, 25.
Étym. μεσαι- locat. fém. de μέσος, πολιός.