ὀλιγανδρέω-ῶ

ὀλιγανδρία

ὀλιγανθρωπέω-ῶ
ὀλιγ·ανδρία, ας () manque d’hommes, Str. 636 ; Plut. M. 413f.
Étym. cf. le préc.