ὀλιγανδρία

ὀλιγανθρωπέω-ῶ

ὀλιγανθρωπία
ὀλιγανθρωπέω-ῶ [] c. ὀλιγανδρέω, Théagès (Sch.-Pd. N. 3, 21) ||
Moy. m. sign. Jos. A.J. 11, 5, 8.
Étym. ὀλιγάνθρωπος.