ὀλιγανθρωπία

ὀλιγάνθρωπος

ὀλιγαριστία
ὀλιγ·άνθρωπος, ος, ον [] qui a peu d’hommes, une faible population, Xén. Œc. 4, 8 ||
Sup. -ότατος, Xén. Lac. 1, 1.
Étym. ὀ. ἄνθρωπος.