Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παλαιστρικός
παλαιστρίτης
παλαιστροφύλαξ
παλαιστρίτης,
ου
[
ᾰῑτ
]
adj. m.
c.
παλαιστικός,
Call.
fr. 191 ;
Plut.
M.
274
d
;
Babr.
48, 5
.
Étym.
παλαίστρα
.