παλαιστρίτης

παλαιστροφύλαξ

παλαίστωμα
παλαιστρο·φύλαξ, ακος () [ᾰῠᾰκ] surveillant du gymnase ou de la lutte, Hpc. 1201f ; El. V.H. 8, 14.
Étym. παλαίστρα, φύλαξ.