Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
παλαιστροφύλαξ
παλαίστωμα
παλαίτατος
παλαίστωμα,
ατος
(
τὸ
) [
πᾰ
]
c.
παλαιστή,
Aqu.
3 Reg.
7, 9
.
Étym.
*παλαιστόω,
de
παλαιστή
.