Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ποικιλόφωνος
ποικιλόχροος-ους
ποικιλόχρως
ποικιλό·χροος-ους,
οος-ους, οον-ουν
[
ῐ
] de couleurs variées,
Arstt.
(
Ath.
319
c
).
Étym.
π. χρόα
.