Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ποικιλόχροος-ους
ποικιλόχρως
ποικιλόω-ῶ
ποικιλό·χρως,
ωτος
(
ὁ, ἡ
)
c. le préc.
Archim.
Probl.
14
.
Étym.
π. χρώς
.