Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλο·τερπής,
ής, ές
[
ῐ
] aux jouissances variées,
Anth.
9, 517
.
Étym.
π. τέρπω
.