Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλοτέχνης
ποικιλό·τευκτος,
ος, ον
[
ῐ
] habilement travaillé,
d’où
artificieux,
Anth.
9, 482
.
Étym.
π. τεύχω
.