ποιμενικῶς

ποιμένιος

Ποιμένιος
ποιμένιος, α, ον, de berger, pastoral, Eur. fr. 740 Nauck (var. ποίμνια); Anth. 6, 73 ; 8, 22, etc. ; τὸ ποιμένιον, Opp. C. 3, 264 ; 4, 269, troupeau de moutons.
Étym. ποιμήν.