Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολύαιγος
πολυαίματος
πολυαιμέω-ῶ
πολυ·αίματος,
ος, ον
[
ᾰ
]
c.
πολύαιμος,
Empéd.
(
Plut.
M.
683
e
) ;
Ath.
301
f
.