Πολυαιμονίδης

πολύαιμος

πολυαίμων
πολύ·αιμος, ος, ον, qui a beaucoup de sang, sanguin, Arstt. H.A. 3, 4, 15, etc. ||
Cp. -ότερος, Arstt. H.A. 3, 18.
Étym. πολύς, αἷμα.