Πολύαινος

πολυάϊξ

πολυάκανθος
πολυ·άϊξ, ϊκος (ὁ, ἡ) [ᾱῑκ] impétueux, propr. aux bonds répétés ou violents, Il. 1, 165, etc. ; Od. 11, 314.
Étym. π. ἀΐσσω.