Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολυχρήματος
πολυχρήμων
πολυχρήσιμος
πολυ·χρήμων,
ων, ον,
gén.
ονος,
c. le préc.
Man.
4, 21
||
Sup.
-έστατος,
Pol.
18, 18, 9
.
Étym.
π. χρῆμα
.