Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολυψάμαθος
πολύψαμμος
πολυψηφία
πολύ·ψαμμος,
ος, ον,
c. le préc.
Eschl.
Suppl.
870 ;
Anth.
7, 214
.
Étym.
π. ψάμμος
.