Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ποτήρ
ποτηρίδιον
ποτηριοκλέπτης
ποτηρίδιον,
ου
(
τὸ
) [
ῐδ
]
dim. de
ποτήριον,
Mén.
(
Com. fr.
4, 318
).