πυρίκτυπος

πυριλαμπής

Πυριλάμπης
πυρι·λαμπής, ής, ές [ῠῐ] qui brille comme du feu, Arat. 1040 ; Opp. C. 3, 72 ; Anth. 5, 16, etc. ; Plut. Crass. 24.
Étym. π. λάμπω.