Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πυρισμάραγος
πυρίσπαρτος
πυρισπείρητος
πυρί·σπαρτος,
ος, ον
[
ῠ
] semé de feu,
c. à d.
ardent,
A. Pl.
208
.
Étym.
π. σπείρω
.